γραμμικά

γραμμικά
γραμμικός
linear
neut nom/voc/acc pl
γραμμικά̱ , γραμμικός
linear
fem nom/voc/acc dual
γραμμικά̱ , γραμμικός
linear
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γραμμικά κυκλώματα — Ηλεκτρικά κυκλώματα που αποτελούνται από στοιχεία με σταθερές παραμέτρους, που δεν εξαρτώνται δηλαδή από τον χρόνο και τη μορφή των τάσεων και των ρευμάτων …   Dictionary of Greek

  • γραμμικά φάσματα — (Αστρον.). Ταφάσματα που δεν παρουσιάζουν συνεχή κατανομή της ακτινοβολίας, αλλά ορισμένες γραμμές που αντιστοιχούν σε ένα σύνολο διακριτών μηκών κύματος. Οι γραμμές αυτές είτε είναι φωτεινές, όταν εκπέμπεται ακτινοβολία από τα άτομα, είτε… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικάς — γραμμικά̱ς , γραμμικός linear fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμα (ηλεκτρικό) — Σύνολο ενεργών (προσφέρουν ενέργεια) και παθητικών (καταναλώνουν ή αποθηκεύουν ενέργεια) στοιχείων, κατάλληλα συνδεδεμένων με αγωγούς, ικανό να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα για την επιτέλεση ορισμένων σκοπών. Ενεργά στοιχεία ενός κ. είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • φωτοελαστικότητα — Φαινόμενο που οφείλεται στις διαταραχές μιας φωτεινής ακτίνας, όταν διασχίζει ένα σώμα που καταπονείται μηχανικά. Η φ. εξαρτάται από το γεγονός ότι ένα οπτικά ισότροπο σώμα, δηλαδή με τις ίδιες οπτικές ιδιότητες, οποιαδήποτε και αν είναι η… …   Dictionary of Greek

  • κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”